μήνυσε

μήνυσε
μήνῡσε , μηνύω
disclose what is secret
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηνώ — μήνυσα, μηνύθηκα, μηνυμένος 1. ειδοποιώ, παραγγέλλω: Μου μήνυσε να πάω να τη βρω. 2. αναγγέλλω, γνωστοποιώ, πληροφορώ: Της μήνυσε να μην τον ξαναενοχλήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κηφίσιος — (5ος 4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός. Το 399 π.Χ. δωροδοκήθηκε από τον Καλλία και μήνυσε τον ρήτορα Ανδοκίδη, με την κατηγορία πως συμμετείχε παράνομα στα Ελευσίνια μυστήρια. Επειδή η κατηγορία του δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων… …   Dictionary of Greek

  • αντιμηνύω — (AM ἀντιμηνύω) υποβάλλω μήνυση εναντίον αυτού που με μήνυσε μσν. απαντώ σε μήνυμα, στέλνω απάντηση …   Dictionary of Greek

  • μηνώ — (Μ μηνῶ άω και μηνάγω) 1. ειδοποιώ ή παραγγέλλω μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, στέλνω σε κάποιον μήνυμα 2. αναγγέλλω, γνωστοποιώ, φανερώνω, ανακοινώνω («μού μήνυσε πως είναι άρρωστος») 3. διατάζω 4. στέλνω και προσκαλώ κάποιον 5. πληροφορώ 6.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Παμμένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ευγενής Θηβαίος, σύγχρονος του Επαμεινώνδα, που συνετέλεσε στη σύσταση του Ιερού Λόχου. Μετά τη μάχη των Λεύκτρων, στάλθηκε στην Αρκαδία με 1.000 άντρες για να προστατέψει την ίδρυση της Μεγαλόπολης από τυχόν… …   Dictionary of Greek

  • μηνύω — μήνυσα, μηνύθηκα, μηνυμένος, καταγγέλλω στις αρχές αξιόποινη πράξη ή παράνομη ενέργεια, υποβάλλω μήνυση: Τον μήνυσε για κλοπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”